πλατιάζω

πλατιάζω
Α
(δωρ. τ.) βλ. πλησιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”